- κοντοβασιλεύω
- κοντοβασίλεψα, κοντοβασιλεμένος, γέρνω προς τη δύση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντοβασιλεύω — (για τον ήλιο) (και απρόσ.) κλίνω προς τη δύση, πλησιάζω να δύσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βασιλεύω] … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντοβασίλεμα — το [κοντοβασιλεύω] η ώρα που πλησιάζει να δύσει ο ήλιος, η ώρα τού ηλιοβασιλέματος … Dictionary of Greek